- αποφράζομαι
- αποφράζομαι, αποφράχτηκα και αποφράχθηκα βλ. πίν. 24
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποθινούμαι — ἀποθινοῡμαι ( όομαι) (Α) αποφράζομαι με πηλό ή άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + θις, θινός «σωρός, ιδίως αμμώδης»] … Dictionary of Greek
ξεβουλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μτβ., αποπωματίζω, βγάζω το πώμα, το καπάκι: Ξεβούλωσε το μπουκάλι και βάλε στα ποτήρια κρασί. 2. μτβ. και αμτβ., αφαιρώ εμπόδιο από σωλήνα, αποφράζω και αποφράζομαι: Ήρθε ο τεχνίτης και ξεβούλωσε το νεροχύτη. – Ρίξαμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φράζω — έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος 1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι. 2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο. 3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)